Thursday, September 23, 2010

Πίτες και τσάι

Κοιμάμαι. Με ξυπνάς.
Είναι χαράματα. Βλέπω τα μάτια σου να με κοιτάνε με ανυπομονησία.
Σήμερα θα μαζέψω μύρτιλα. Θα κάνεις πίτα, μου χεις πει.
Νευριάζεις που δεν κόβω τα κοτσάνια. Ποτέ δεν έκοβα τα κοτσάνια.
Στον κήπο μας. Η τσουκνίδα που είχα βάλει έχει φυτρώσει. Κόβω δύο ματσάκια.
Θέλω να κάνω τσάι και να το βάλω στο παλιό ψυγείο μας.
Μεσημεριάζει. Μου λες οτι η πίτα θα αργήσει. Τα χέρια σου είναι μπλέ από τα μύρτιλα. Είναι ίδια με τότε.
Καθώς βράζω το νερό, στο μυαλό μου έρχεται η εικόνα σου, να πλατσουρίζεις με το νερό στην άκρη της πισίνας. Πόσα πράγματα μου έμαθες όλα αυτά τα χρόνια. Πόσα πράγματα κράτησα.
Με φωνάζεις στο τραπέζι.
Έχεις στρώσει ένα καρό τραπεζομάντηλο, με δύο πιάτα. Είναι τα αγαπημένα σου. Τα είχαμε πάρει μαζί από το Λονδίνο. Η πορσελάνη έχει ξεφτίσει στην άκρη.
Το σπίτι ειναι μικρό αλλά μας χωράει. Ξεχειλίζει από εμάς.
Τα μάτια σου είναι καταγάλανα. Με ζαλίζουν ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια μετα.
Σου λέω πόσο πολύ μου αρέσει η πίτα σου. Σου γεμίζω το ποτήρι με τσαι.
Πάμε βόλτα στον κήπο. Είχες φυτέψει μια μουριά. Από κάτω έχουν φυτρώσει τσουκνίδες.
Με φιλάς. Και πεθαίνω. Η καρδιά μου δεν αντέχει. Είμαι ογδόντα χρονών.
Με κρατάς στην αγκαλιά σου. Φωνάζεις, κλαις. "Σ'αγαπώ". Είναι η πρώτη φορα που μου το λες και δεν το ακούω.
Αλλά το ξέρω. Σ'αγαπώ και εγώ. Είναι όμως αργά για να γυρίσω πίσω.
Στο ψελίζω, φεύγοντας.
Χορτάτος απο πίτα και τσάι.

Και έτσι όπως με κοιτάς, πεθαίνεις και εσύ.
Σκασμένος από πίτα και τσάι.